θριαμβόνικος

θριαμβόνικος
θριαμβόνικος, -ον (Μ)
αυτός που κατήγαγε θριαμβευτική νίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίαμβος + -νικος (< νίκη) πρβλ. καλλί-νικος, φερέ-νικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”